Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕς ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΈΣ ΑΠΟΨΕΙΣ


ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ.
                      Στοχασμός και λογική ανάλυση:

ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ-ΑΝΑΛΥΣΗ: Ο στοχασμός είναι η ενόραση. Ο στοχαστής βλέπει με τα μάτια του νου την γνώση. Και η γνώση είναι η μορφοποίηση της τελειότητας. Η γνώση, εκτοπίζει την ανάλυση, δηλαδή την διαπίστωση και το συμπέρασμα. Η ανάλυση είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα με την οποία ο άνθρωπος συμπληρώνει την άγνοια του.
Και ο Αριστοτέλης όπως και οι λοιποί φιλόσοφοι ήταν στοχαστές. Διέκρινε με απόλυτη σαφήνεια την διπλή φύση του ανθρώπου. Ο Άνθρωπος είναι κατά φύση, ΟΥΣΙΑ, σάρκα και ψυχή, δηλαδή ύλη και πνεύμα. Το ίδιο υποστηρίζει και η Ορθοδοξία, δηλαδή ότι ο Χριστός έχει διπλή φύση, είναι ταυτόχρονα άνθρωπος και Θεός, Σάρκα και Πνεύμα και ακόμη ότι το Πνεύμα εισήρθε στο ανθρώπινο σώμα, και δεν παράχθηκε μέσα σε αυτό. Υποστηρίζει δηλαδή, ότι και ο Πλάτωνας ‘’περί ψυχής’’
Για τον Αριστοτέλη η ψυχή, το πνεύμα, και η πνευματική ευδαιμονία είναι η κανονικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, και  σκοπός της επίγειας σαρκικής ζωής είναι  η σχηματική και γνωστική μορφοποίηση της ψυχής. Στην ψυχή, το πνεύμα την ουσία, είναι ενσωματωμένος ο ΝΟΥΣ που είναι δύναμης του πνεύματος.
Δηλαδή η σάρκα του ανθρώπου επιτελεί έργο, όμοιο με αυτό που επιτελεί η μήτρα της γυναίκας .Όπως η γυναικεία μήτρα σπαργανώνει και εκτρέφει το σπέρμα, έτσι και το ανθρώπινο σώμα, διά της ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΣ σχηματοποιεί και με τις αισθήσεις εκτρέφει την ψυχή.
Είναι όμως οι αισθήσεις ο αποκλειστικός τρόπος εκτροφής του ΝΟΥ με γνώση; Δηλαδή η ψυχή εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα με τις μνήμες του ΝΟΥ της, κενές; Εάν ΝΑΙ, τότε είναι επιδεκτική επαύξησης και ελάττωσης, όπως είναι το ανθρώπινο σπέρμα. Τότε αποτελεί σύνθετη ουσία και υπόκειται στην αποσυνθετική δύναμη του χρόνου, δηλαδή έχει αρχή και τέλος. Εάν όμως η ψυχή, το πνεύμα έχει τέλος, τότε ανατρέπεται το όλο, περί ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΣ, κοσμοθεωρητικό σχήμα του Αριστοτέλη, αφού με την αποσύνθεση χάνεται η τελειότητα της μορφοποίησης.
Άρα στο ΝΟΥ του φιλόσοφου κάτι άλλο υπάρχει, ανείπωτο για τους καιρούς του. Αναμφίβολα οι αισθήσεις παρέχουν πληροφόρηση στον ΝΟΥ.  Η πληροφόρηση αυτή περιορίζεται στον απειροστό πεπερασμένο χώρο πρόσβασης των ανθρώπινων αισθήσεων. Όμως ο ανθρώπινος ΝΟΥΣ διαπερνά τον πεπερασμένο κόσμο  και παρέχει ΓΝΩΣΗ  για το υπερβατικό. Αυτή η γνώση δεν παρέχεται από τις αισθήσεις, και άρα υπάρχει μέσα στις μνήμες του ΝΟΥ.  
Άρα η διά των αισθήσεων παρεχομένη γνώση, ορθά επεξεργαζόμενη μέσα στον ΝΟΥ, αποτελεί το κλειδί με το οποίο η ψυχή, το πνεύμα, η ουσία, ανοίγει τις μνήμες του ΝΟΥ και αποκτά την αληθινή γνώση που  φυλάσσεται μέσα σε αυτές.
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΑΥΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ, ΒΑΣΙΜΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΙΣΧΥΡΙΣΤΟΥΜΕ ΟΤΙ ΔΙΑ  ΤΗΣ ΕΝΤΕΛΕΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΑΡΚΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η  ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ   ΚΑΙ Η ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΦΥΣΗΣ.   
Σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΑ ή σε πρώτη ανάγνωση, ο Αριστοτέλης ανάγει την φύση και την κανονικότητα της λειτουργίας της, σε προσδιοριστικό παράγοντα της ποιότητας της ψυχής, του πνεύματος, που ως σπέρμα υπάρχει με την φιλοσοφική έννοια του όρου, αλλά μορφοποιείται διά της ύλης και τις λειτουργίες της. Με την ανάγνωση  αυτή, η εντελέχεια του Αριστοτέλη καθίσταται ισοδύναμη με την υλιστική θεωρία περί σχηματισμού της ανθρώπινης βούλησης. Όμως για τον Αριστοτέλη, παν το υλικό,  στην υπηρεσία του πνεύματος υπάρχει, και συνεπώς μόνο υλιστής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Σύμφωνα με  τον Αριστοτέλη, ότι είναι φυσικό και προέρχεται από την φύση είναι  ηθικό και  αρετή, και για τον άνθρωπο υπάρχουν. Δηλαδή η φύση και οι λειτουργίες της αποτελεί, κατά τον Αριστοτέλη την σταθερά σύγκρισης της ορθότητας και της ηθικής της  συμπεριφοράς και των έργων των ανθρώπων, διά της οποίας επιτυγχάνεται η μορφοποίηση της ψυχής. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι ο Αριστοτέλης αναγνώριζε ρητά την δυνατότητα του ανθρώπου να ενεργεί παρά φύση έργα και να έχει παρά φύση ανήθικη, με την ευρεία έννοια, συμπεριφορά.
 Και το μείζων ερώτημα είναι. Η πνευματική ή η υλική φύση, προσδιορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Εάν είναι η πνευματική φύση, τότε τα περί ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΗΣ, διά της εντελέχειας, πνευμάτων, βρίσκουν ισχυρό συνήγορο.  
Πηγή αστείρευτη η Ελληνική φιλοσοφία.  ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ, δηλαδή τα πάντα μεταβάλλονται και είναι σχετικά και απροσδιόριστα μέσα στο σύμπαν,  χωρίς την σταθερά του ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. Ο Αριστοτέλης ανήγαγε το φυσικό σε σταθερά προσδιορισμού της φύσης. Η φύση είναι η ουσία και το φυσικό η ενέργεια της ουσίας, που υποδηλώνει ότι η φύση είναι ζώσα ύπαρξη και ότι η ζωή δοτή είναι στην φύση. Και Δότης της ζωής το Υπέρτατο αγαθό, ο Υπέρτατος ΝΟΥΣ είναι.  
 ΚΑΙ ΣΤΑΘΕΡΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ ΚΟΣΜΟΥ Ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ ΝΟΥΣ ΕΙΝΑΙ.
Και κέντρο του σύμπαντος υλικού κόσμου ο άνθρωπος είναι, ότι διά του ανθρώπου μορφοποιείται το πνεύμα, και ο άνθρωπος, ο σύνδεσμος μεταξύ του πεπερασμένου και του υπερφυσικού είναι.  Και προϊδέαση των ανθρώπων να δεχτούν τον Θείον Λόγον, και πρόδρομος του Χριστιανισμού, η Ελληνική ανθρωποκεντρική κοσμοθεωρία είναι και χωρίς αυτή δεν υπάρχει ανθρωπισμός. .    
Πάνω σε αυτό τον στοχασμό ο Αριστοτέλης  κτίζει όλες τις επί μέρους απόψεις του, κατά ακολουθία  και τις οικονομικές του απόψεις. Συνεπώς, μεθοδολογικά είναι στοχαστής- δογματιστής και σε καμιά περίπτωση δεν είναι αναλυτής, ασχέτως αν οι επί μέρους απόψεις του αντέχουν και στην πλέον σύγχρονη αυστηρή επιστημονική  ανάλυση.
ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ:
 Στην Αριστοτελική κοσμοθεώρηση η ευδαιμονία, είναι όρος ευρύτατος που περιλαμβάνει το όλο και μέρος του είναι και η οικονομική ευημερία των ατόμων της οικογένειας. Δέχεται ότι η ποσότητα και ποιότητα των αναλισκομένων αγαθών που προέρχονται από την φύση, ΤΑ ΕΝ ΤΩ ΣΩΜΑΤΙ ΑΓΑΘΑ, (αγροτικά προϊόντα) είναι προσδιοριστικά της ευημερίας.  Όμως, όπως και τα ΕΚΤΟΣ ΣΩΜΑΤΟΣ αγαθά, έχουν φθίνουσα οριακή χρησιμότητα. Αντίθετα ΤΑ ΕΝ ΤΗ ΨΥΧΗ ΑΓΑΘΑ έχουν σταθερή οριακή και κατ’ ακολουθία μέση χρησιμότητα (π.χ. η παιδεία), και κατά ακολουθία η ευημερία που αντλείται από αυτά είναι ευθέως ανάλογη της αναλισκομένης ποσότητας τους.
Δέχεται επίσης ο φιλόσοφος ότι οι πόροι παραγωγής αγαθών είναι περιορισμένοι και άρα πρέπει να γίνει κατανομή τους μεταξύ των τριών κατηγοριών αγαθών. Η κατανομή τους μεταξύ των τριών χρήσεων,  προσδιορίζεται, από την οριακή χρησιμότητα τους που είναι αρνητική συνάρτηση της αναλισκομένης ποσότητας. Δέχεται ότι η οριακή χρησιμότητα των εν τω σώματι και των εκτός σώματος αγαθών, αρχικά είναι μεγαλύτερη από ότι είναι η οριακή χρησιμότητα των εν τη ψυχή αγαθών.  Η ισορροπία και η μεγιστοποίηση της ευδαιμονίας, της συνολικής χρησιμότητας,  επιτυγχάνονται στο σημείο που εξισώνονται οι οριακές χρησιμότητες.  Από την άποψη ιεράρχησης, την πρώτη θέση κατέχουν οι ανάγκες επιβίωσης του ανθρώπου και κατά ακολουθία τα εν τω σώματι αγαθά. Την Τρίτη θέση κατέχουν οι πνευματικές ανάγκες και τα εν τη ψυχή αγαθά. Άρα το Αριστοτελικό σύστημα κατανομής των πόρων στις διάφορες χρήσεις, σύμφωνα με την αναλυτική μεθοδολογία, τείνει σταθερά σε ισορροπία.
Κατά τον φιλόσοφο, οι τρείς κατηγορίες αγαθών δεν δύνανται να υποκατασταθούν μεταξύ τους και συνεπώς οι σχετικές τιμές δεν επηρεάζουν την επιλογή των οικογενειών. Έτσι το θεωρητικό σχήμα δεν αντιστρατεύεται την σύγχρονη θεωρεία περί καμπυλών αδιαφορίας. Οι πρώτες δύο κατηγορίες αγαθών αποτελούνταν από αγαθά εκ της φύσεως που η προσφορά τους προσδιορίζεται κατά κύριο λόγο από τις καιρικές συνθήκες και πολύ λιγότερο από το κόστος παραγωγής τους.
Ας εξετάσουμε με μαθηματική σκέψη, δηλαδή με τα πλέον σύγχρονα  αναλυτικά εργαλεία, τις περί χρησιμότητας των αγαθών, σκέψεις του φιλόσοφου.
 Παραστήσουμε με Χ1= τα εν τω σώματι αγαθά, με Χ2=τα εκτός σώματος αγαθά και με Χ3= τα εν τη ψυχή αγαθά. Με  MU1, MU2, MU3 παραστήσουμε αντίστοιχα την οριακή χρησιμότητα των αγαθών 1,2,3 και με AU1,AU2,AU3, αντίστοιχα την μέση χρησιμότητα των αγαθών 1,2,3.   
Η MUi=F(Qi), Δηλαδή  η οριακή χρησιμότητα είναι αρνητική συνάρτησης της αναλισκομένης ποσότητας των αγαθών Q1,Q2, και  αυξανομένης της κατανάλωσης, η οριακή χρησιμότητα μειώνεται. Στην περίπτωση των εν τη ψυχή αγαθών (Q3), αυξανομένης της κατανάλωσης τους, η οριακή χρησιμότητα παραμένει σταθερά και ισούται πάντοτε με την μέση χρησιμότητα. Δηλαδή MU3=AU3.
Για τα αγαθά Q1,Q2, η μέση χρησιμότητα τους είναι σταθερά μεγαλύτερη της οριακής τους χρησιμότητας, AU1,2>Mu1,2 καθώς επίσης και σταθερά μεγαλύτερη από την μέση χρησιμότητα των εν τη ψυχή αγαθών AU1,2>AU3.
   Το επίπεδο της χρησιμότητας προσδιορίζεται θετικά από τον όγκο του συσσωρευμένου πλούτου. Ο πλούτος, κατά τον φιλόσοφο αποτελείται από τελικά και ενδιάμεσα καταναλωτικά αγαθά, δηλαδή από αγαθά που ικανοποιούν άμεσα καταναλωτικές ανάγκες και από αγαθά που χρησιμεύουν ως πρώτες ύλες για την παραγωγή καταναλωτικών αγαθών. Με δεδομένο το επίπεδο κατανάλωσης των αγαθών Q1,Q2.Q3. η συσσώρευση  πλούτου,  αυξάνει την χρησιμότητα, επειδή αυξάνει το δικαίωμα επιλογής της οικογένειας σε είδη και όγκο, στα πλαίσια των τριών κατηγοριών αγαθών. Για τους λόγους αυτούς, ο φιλόσοφος είναι υπέρ της ελεύθερης συσσώρευσης πλούτου από τους ιδιώτες χωρίς διοικητικές παρεμβάσεις. Συνηγορεί όμως, με βάση την απαράβατη αρχή της ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ, στην θέσπιση νόμων που θα ρυθμίζουν τον όγκο κατοχής και την χρήση  από τους ιδιώτες του συσσωρευμένου πλούτου τους.     
 Η συσσώρευση πλούτου δύναται να κατακρατείται και σε χρήμα πού αποτελείται από πραγματικά αγαθά πχ. σίτος. Ο σίτος είναι σε μεγάλο βαθμό διαιρετός, δύναται ευχερώς να αποθηκευτεί και άρα να αποτελέσει ,μέσο συναλλαγών και κυρίως μέτρο αξιών. Αυτό το είδος  χρήματος που εκφράζεται σε εκ της φύσεως προϊόντα, είναι απόλυτα θεμιτός για τον φιλόσοφο, επειδή δεν προσφέρεται για επίτευξη κέρδους μέσο της συναλλαγής.
Για τον φιλόσοφο, ο πλούτος, σύμφωνα με πολιτικά και κοινωνικά κριτήρια, έχει την δική του ιδιαίτερη χρησιμότητα, ανεξάρτητα από την χρησιμότητα που έχουν τα αγαθά από τα οποία αποτελείται, όταν αναλίσκονται. Βάση των κριτηρίων αυτών, η ιδιαίτερη οριακή χρησιμότητα του πλούτου είναι σταθερά. Όταν όμως αποτελείται από πραγματικά αγαθά, η συσσώρευση του απαιτεί την καταβολή εργασίας για την παραγωγή του, της οποίας η οριακή δυσαρέσκεια που προκαλεί η κόπωση, αποτελεί περιορισμό στην ακόρεστη επιθυμία συσσώρευσης πλούτου από τους ιδιώτες. Όταν όμως η αξία του χρήματος υπερβαίνει την εσωτερική του αξία, το κόστος παραγωγής του, τότε η επιθυμία απόκτησης του δεν υπόκειται σε περιορισμό. Για τον Αριστοτέλη, το ανήθικο και παρά  φύση αποτελεί το υπερβάλλον της αξίας του χρήματος και όχι αυτό καθ’ αυτό το χρήμα.  
Για τον λόγο αυτό ο φιλόσοφος προτείνει όπως με νομοθετική παρέμβαση της πολιτείας, η ιδιαίτερη οριακή χρησιμότητα να βαίνει μειούμενη συναρτήσει του μεγέθους του πλούτου, καθιστάμενη και αρνητική πέραν ορισμένου ορίου.
Συνάγεται αβίαστα από αυτά ότι,
1: Ο Αριστοτέλης και στον οικονομικό του, την κατά βάση ανταλλακτική οικονομία, παρέχει μια άριστα θεμελιωμένη σύγχρονη κλασσική αναλυτική άποψη περί χρησιμότητας όλων των αγαθών και του πλούτου.  Το γεγονός ότι θεωρεί την υπερβάλλουσα αξία του χρήματος ως παρασιτική πράξη, δεν είναι άγνωστο στην κλασσική οικονομική θεωρία. 
2: Στοχαστικά αποφαίνεται ότι μεταξύ των τριών κατηγοριών αγαθών δεν χωράει υποκατάσταση, η οποία όμως είναι δυνατή στα πλαίσια κάθε μιας από τις τρείς κατηγορίες αγαθών.
3: Αποφαίνεται ότι το μέγεθος του πλούτου αυξάνει την δυνατότητα υποκατάστασης στα πλαίσια κάθε μιας, από τις τρείς ομάδες αγαθών του, και συνεπεία αυτού την συνολική χρησιμότητα.
4: Ότι η επιθυμία συσσώρευσης πλούτου σε χρήμα, του οποίου η αξία υπερβαίνει της εσωτερική του αξία, το κόστος παραγωγής του, δεν έχει κορεσμό, ή σε όρους χρησιμότητας, η οριακή χρησιμότητα του είναι σταθερά και ίση με την μέση χρησιμότητα του. Εισηγείται νομοθετικές ρυθμίσεις με τις οποίες η οριακή χρησιμότητα του πλούτου, συναρτήσει του μεγέθους του, να βαίνει μειούμενη και να καθίσταται αρνητική πέραν ενός ορίου που να υπαγορεύεται από πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους. 
5: Ότι η μέση χρησιμότητα των βιολογικά αναγκαίων αγαθών (τα εν τω σώματι  και τα εκτός σώματος αγαθά) είναι σταθερά μεγαλύτερη της μέσης χρησιμότητας των εν τη ψυχή αγαθών. Για τον φιλόσοφο προέχει ΤΟ ΖΕΙΝ από ΤΟ ΕΥ ΖΕΙΝ. Τούτο σημαίνει ότι οι πτωχοί δεν μπορούν να έχουν παιδεία γιατί δεν μπορούν να αποκτήσουν τα εν τη ψυχή αγαθά. Άρα δεν μπορούν να ανοίξουν τις μνήμες του ΝΟΥ τους και να αποκτήσουν γνώση, παραμένουν αγροίκοι και αποτελούν απειλή για την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα της ΠΟΛΗΣ και την οικονομική ευημερία και γενικότερα την ευδαιμονία των πολιτών. 
6: Τέλος για τον φιλόσοφο, η ΜΕΣΟΤΗΤΑ και ο ΠΛΟΥΤΟΣ, αποτελούν τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες απόκτησης από τους κατοίκους της πόλης, των εν τη ψυχή αγαθών και την μεγιστοποίηση της ευδαιμονίας που δυνητικά μπορούν να αποκτήσουν ως άνθρωποι. Δεν πρέπει να παροράται ότι για τον φιλόσοφο ο άνθρωπος αποτελεί την μοναδική ζώσα ύπαρξη, δια της οποίας το ΥΠΕΡΤΑΤΟ  ΟΝ επιδιώκει την σχηματοποίηση και την ανακαίνιση πνευμάτων. Για τον λόγο αυτό η Ελληνική κοσμοθεώρηση είναι ανθρωποκεντρική και πρόδρομος του επίσης ανθρωποκεντρικού Χρισστιανισμού.
ΤΟ ΧΡΗΜΑ  ΚΑΙ Η ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΉ.   
Ο Αριστοτέλης πραγματεύεται την χρηματιστική του οικονομία, σαν ιδιαίτερο κεφάλαιο της οικονομικής του πραγματείας. Τούτο όμως σε καμιά περίπτωση δεν υποδηλώνει την ύπαρξη στεγανών μεταξύ των οικονομούντων ομάδων του πληθυσμού που ενεργοποιούνται στην χρηματιστική και εκείνων που ενεργοποιούνται στον οικονομικό του, δηλαδή ως μέλη οικογένειας που τα αναγκαία αγαθά τα προμηθεύονται απευθείας από την φύση. Στην πραγματικότητα, με την ένταξη  των οικονομικών του απόψεων, σε δύο μεγάλα κεφάλαια, διαιρεί την οικονομική δράση  των ανθρώπων, ΣΕ ΚΑΤΑ ΦΫΣΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ, όταν αντλούν τα αναγκαία αγαθά από την φύση, και σε ΕΝ ΔΥΝΑΜΕΙ ΗΘΙΚΗ, όταν τα αγαθά αντλούνται μέσα από το εμπόριο με την μεσολάβηση του χρήματος. Μια βαθύτερη όμως ανάλυσης πείθει, ότι ο φιλόσοφος αναγνώριζε την αναγκαιότητα του εμπορίου και της συναλλαγής, και ότι το ζητούμενο για αυτόν ήταν η θέσπιση κανόνων ηθικής χρήσης του χρήματος, δηλαδή η μη αναγωγή του σε διακριτό οιονεί αγαθό, με  εσωτερική αξία και ιδιαίτερη χρησιμότητα, οπότε απόβαινε, κατά τον φιλόσοφο, παρασιτικό μέσο κερδοσκοπίας, σε βάρος των πολιτών.
Ρητά αναγνώριζε την χρησιμότητα του εμπορίου σαν παραγωγική δραστηριότητα των ατόμων, που για την διεξαγωγή του ήταν αναγκαία η διαμεσολάβηση του χρήματος, και η έκφραση της αξίας των αγαθών σε χρηματικές μονάδες. Άρα αναγνώριζε ως ηθικές τις δύο  βασικές λειτουργίες του χρήματος, την συναλλακτική και την μέτρηση της αξίας των αγαθών σε χρηματικές μονάδες. Το είδος αυτό του χρήματος αποτελείτο από πραγματικά υλικά αγαθά, πχ. σίτος, και η διακράτησης του, εξομοιώνεται  με συσσώρευση υλικών αγαθών (πρωτογενούς παραγωγής) που συνιστούν την συσσώρευση του πλούτου, και που είναι αμέσως χρήσιμα στους πολίτες.
ΆΡΑ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΝΤΟΠΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΓΑΘΑ ΚΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΤΗΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΤΟΥ ΑΞΙΑ. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ  ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ.   Η ΙΚΑΝΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ, ΠΟΥ ΥΛΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΑΝΕΙΣΜΟ ΤΟΥ ΣΕ ΤΡΙΤΟΥΣ, ΕΝΑΝΤΙ  ΤΟΚΟΥ.
ΑΝΑΘΕΜΑΤΟΠΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΚΟΥ:
Ο φιλόσοφος ρητά διέκρινε μεταξύ πλούτου και κεφαλαίου. Ο πλούτος αποτελείτο από καταναλωτικά και ενδιάμεσα αγαθά,  που η συσσώρευση τους δεν οδηγούσε σε αύξηση της παραγωγικής βάσης της οικογενειακής οικονομίας και της οικονομίας της πόλης. Αντίθετα η συσσώρευση  κεφαλαιουχικών  αγαθών, πχ. πλοία, διευκόλυνε την άσκηση και την διεύρυνση της παραγωγικής δραστηριότητας.  Έτσι ο έντοκος δανεισμός  για την απόκτηση κεφαλαιουχικών αγαθών ήταν θεμιτός.
Είναι γεγονός ότι ο Φιλόσοφος στην σχετική ανάλυση του δεν είδε στην συσσώρευση πλούτου, και σε σύγχρονους όρους στην διακράτηση αποταμιεύσεων σε χρήμα, όσα είδαν οι κλασσικοί οικονομολόγοι.  Πράγματι όταν το συσσωρευόμενο ποσό χρήματος, προέρχεται από ΜΗ κατανάλωση εισοδήματος, τότε το ποσό του χρήματος, κατά μαθηματική αναγκαιότητα, ισούται με το ΜΗ ΑΝΑΛΙΣΚΟΜΕΝΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ το οποίο με την σειρά του ισούται με ίσης αξίας παραχθέντα προϊόντα. Τα προϊόντα αυτά ή η  χρηματική τους αξία, χρησιμοποιούνται για την κατανάλωση των εργατών που ασχολούνται με την παραγωγή κεφαλαιακών αγαθών. Έτσι η διακράτηση της αποταμίευσης σε χρήμα,  αντιστοιχεί σε ισόποση συσσώρευση πλούτου που έστω,  αποτελείται  από καταναλωτικά αγαθά. Τα αγαθά αυτά δύνανται να χρησιμοποιηθούν για ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών ατόμων που παράγουν κεφαλαιουχικά προϊόντα, τα οποία με την σειρά τους διευκολύνουν και αυξάνουν τις παραγωγικές δυνατότητες των πολιτών και της οικογένειας.
Το ερώτημα είναι αν η διαφορά αυτή μεταξύ του φιλόσοφου και των Άγγλων κυρίως κλασσικών οικονομολόγων, τους διαφοροποιεί και ως προς θέση του χρήματος μέσα στο όλο οικονομικό σύστημα.
Ο Αριστοτέλης αναγνώριζε τις τρεις λειτουργίες του χρήματος, το χρήμα όμως το θεωρούσε ως μέσον διευκόλυνσης των συναλλαγών σε πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες, το οποίο δεν είχε εσωτερική αξία και δική του αυτόνομη χρησιμότητα για τους συναλλασσομένους. Για τον Αριστοτέλη η συσσώρευση πλούτου  σε αγαθά, καταναλωτικά, ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά αγαθά αποτελούσε κατά φύση και ηθική ενέργεια.  Κατά τους κλασσικούς οικονομολόγους η διακράτηση αποταμιεύσεων σε χρήμα, είναι ισοδύναμη της συσσώρευσης πλούτου, αποταμίευσης, σε πραγματικά αγαθά.
Άρα μεταξύ Αριστοτέλη και κλασσικών οικονομολόγων δεν παρατηρείται διαφορά απόψεων ως προς την ορθή θέση του χρήματος μέσα στην οικονομία. Ως προς τις ενδιάμεσες, μη εισοδηματικές συναλλαγές, ασφαλώς αναγνωρίζεται το θεμιτό της διαμεσολάβησης του χρήματος. Όμως από μακροοικονομική  άποψη, απλά πρόκειται για αλλαγή σε θέσεις προσώπων χωρίς επίπτωση στην οικονομία. 
ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΠΟΛΕΩΝ -ΚΡΑΤΩΝ.
Και στην αρχαιότητα το εμπόριο μεταξύ των πόλεων ήταν διαδεδομένο και διεξαγόταν  με την διαμεσολάβηση του χρήματος σε χρυσά νομίσματα. Ο χρυσός ως πολύτιμο μέταλλο ήταν περιζήτητος στις συναλλαγές. Δηλαδή επρόκειτο περί αντιπραγματισμό, ο οποίος δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην μεγέθυνση των διακρατικών εμπορικών συναλλαγών.  Το διακρατικό εμπόριο οδηγούσε κατά ανάγκη στην συσσώρευση πλούτου, ή άλλως ο συσσωρευμένος πλούτος, διευκόλυνε τις συναλλαγές μεταξύ των πόλεων.
Ο Χρυσός ήταν το κύριο μέσο διεξαγωγής των διεθνών συναλλαγών μέχρι και την 10ετία του 1970. Το δολάριο που αποτελούσε διεθνές μέσο συναλλαγών,  είχε αξία στενά συνδεδεμένη με την αξία του χρυσού. Θεωρητικά οι συναλλασσόμενες χώρες είχαν το δικαίωμα όποτε ήθελαν να απαιτήσουν την εξαργύρωση των δολαρίων σε χρυσό.
Η κρίση του 1930 και κυρίως ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, δημιούργησε νέες οικονομικές συνθήκες που γέννησαν τον διεθνή παρασιτισμό.
Η σύνδεση του δολαρίου με τον χρυσό, οδήγησε όλες τις χώρες να δεχτούν το δολάριο ως μέσο διεξαγωγής των διεθνών συναλλαγών, ανεξάρτητα αν η συναλλαγή διεξάγετο με χώρες που είχαν δικό τους εθνικό νόμισμα. Για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των διεθνών τους συναλλαγών, όλες οι χώρες οδηγήθηκαν στην αποθεματοποίηση δολαρίων, διαδικασία που αύξανε σημαντικά την διεθνή ζήτηση δολαρίων και που αποτέλεσε κίνητρο έκδοσης πακτωλού ακάλυπτων με χρυσό δολαρίων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ.
Οι σταθερές ισοτιμίες συναλλάγματος, η διεθνής κίνηση κεφαλαίων και η χρηματοδότηση διεθνών πολιτικών επιλογών των ΗΠΑ με την έκδοση δολαρίων,  οδήγησαν σε σημαντικές ανισορροπίες στις συναλλαγματικές ισοτιμίες των εθνικών νομισμάτων, με αποτέλεσμα ορισμένες χώρες να πραγματοποιούν σημαντικά συναλλαγματικά πλεονάσματα που γίνονταν, έναντι μικρού επιτοκίου, καταθέσεις σε τράπεζες των ΗΠΑ.
 Την 10ετία του 1970, η ξαφνική απόφαση της Γαλλίας να ζητήσει εξαργύρωση σε χρυσό των αποθεμάτων της σε δολάρια , οδήγησε σε πλήρη απελευθέρωση και σε σημαντική υποτίμηση του  δολαρίου έναντι του χρυσού. Το διεθνές νομισματικό και οικονομικό σύστημα κινδύνευσε με κατάρρευση, και τότε αναζητήθηκαν περίτεχνοι τρόποι  που οδήγησαν στον σημερινό θανατηφόρο παρασιτισμό του δολαρίου και κυρίως του νέου αποθεματικού νομίσματος, του ευρώ.
Ο ΠΑΡΑΣΙΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ, ΚΑΙ Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ:
Με απλοποιημένα παραδείγματα ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τα όρια μέσα στα οποία  σχηματίζεται η ποσοτική σχέση μεταξύ της ποσότητας της κυκλοφορίας  του χρήματος (Μ) και του εθνικού εισοδήματος (Υ), το οποίο ισούται πάντοτε με την αξία των παραχθέντων προϊόντων. Εξ’ ορισμού η αξία των παραχθέντων προϊόντων ισούται με την  προστιθεμένη αξία  συν την αξία των εισαγωγών και της μεταβολής των αποθεμάτων της οικονομίας. Σε μια έντονα εξωστρεφή οικονομία οι εισαγωγές ανέρχονται στο 30% περίπου της αξίας της προστιθεμένης αξίας και άρα η αξία της ετήσιας παραγωγής ισούται με το 130% του εθνικού εισοδήματος που είναι ίσο με την προστιθεμένη αξία. .  
1: Ας υποθέσουμε ότι επί ένα έτος παρακρατούνται από τους ιδιώτες τα χρηματικά ποσά με τα οποία οι επιχειρήσεις σε μηνιαία βάση πληρώνουν τους ιδιώτες και ότι τα καταβαλλόμενα χρηματικά ποσά χρηματοδοτούνται, διά των εμπορικών τραπεζών, από το κεντρικό εκδοτικό ίδρυμα. Είναι πρόδηλο ότι οι επιχειρήσεις δανείζονται 130 χρηματικές μονάδες με τις οποίες πληρώνουν (30)  την αξία των εισαγωγών και με τις υπόλοιπες (100) καλύπτουν την προστιθεμένη αξία παραγωγής. Άρα η σχέση Μ/Υ=1.
2: Αν οι ιδιώτες δαπανούν ολόκληρο το μηνιαίο εισόδημα τους για αγορά των αγαθών,  τότε οι μηνιαίες αμοιβές που καταβάλλουν οι επιχειρήσεις επιστρέφουν σε αυτές και οι ανάγκες δανεισμού και η κυκλοφορία χρήματος περιορίζεται στο Μ/Υ=1/12 της προστιθεμένης αξίας. Άρα  η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος, θεωρητικά δύναται να κυμαίνεται  μεταξύ (1-1/12). Οι συναλλαγές σε ενδιάμεσα και κεφαλαιουχικά προϊόντα, χρηματοδοτούνται σταθερά με την ίδια  ποσότητα χρήματος και μόνο η αύξηση τους επηρεάζει την κυκλοφορία του χρήματος.
Προκύπτει από αυτά, σαν θεωρητικό συμπέρασμα, ότι  ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος μεγαλύτερη της μονάδας, υποδηλώνει σημαντική τραπεζική χρηματοδότηση ενδιάμεσων συναλλαγών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι συναλλαγές σε χρηματικά προϊόντα.   
 Στην ΕΕ η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί υπερκαλύπτει το εθνικό εισόδημα κατά 1,6 φορές. Τούτο υποδηλώνει ότι η χρηματοδότηση των χρηματικών συναλλαγών υπερβαίνει την χρηματοδότηση της παραγωγής. 
Δηλαδή στην ΕΕ ένωση, το χρήμα έχει αναχθεί σε αυτούσιο αγαθόν με ιδίαν αποκλειστική χρησιμότητα, σημαντικά μεγαλύτερη από την χρησιμότητα των πραγματικών αγαθών.  Το ευρώ από μέσο διευκόλυνσης των συναλλαγών έχει αναχθεί σε αυτοσκοπό, με αποτέλεσμα οι εισοδηματικές συναλλαγές να προσαρμόζονται στο αίτημα της σταθερότητας της αξίας του ΕΥΡΩ.   Τούτο είναι πρόδηλο και καθίσταται φανερό με την άσκηση της λεγόμενης πολιτικής εισοδηματικής προσαρμογής, ή των πολιτικών λιτότητας.
ΣΤΗΝ ΕΕ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΧΕΙ ΤΕΘΕΙ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΑΥΤΗ, ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΔΗΛΟ ΟΤΙ ΕΞΥΠΗΡΕΤΕΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ, ΚΑΙ ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΚΑΠΟΙΑΣ ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ. 
Οι βασικοί θεσμοί άσκησης της Ευρωπαϊκής νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής είναι η κεφαλαιαγορά και η χρηματαγορά. Δηλαδή το σύστημα των εμπορικών τραπεζών και τα χρηματιστήρια. Ο έλεγχος της λειτουργίας των θεσμών αυτών ανήκει σε ευάριθμο αριθμόν ιδιωτών, οι οποίοι ελέγχουν άνω του 50% του παγκόσμιου πλούτου και ασφαλώς και την λειτουργία των κεντρικών τραπεζών των χωρών της ΕΕ, οι οποίες χρηματοδοτούν  αφειδώς την δραστηριότητα των εμπορικών τραπεζών, απαγορεύεται όμως να χρηματοδοτήσουν απευθείας κρατικές δραστηριότητες.
Κατά τον Αριστοτέλη ο τόκος είναι το χρήμα που παράγει το χρήμα. Στην Ευρωζώνη το χρήμα παράγει χρήμα, κυρίως με το σύστημα των τιτλοποιήσεων και πολύ λιγότερο με το τόκο. Τα πάντα τιτλοποιούνται και προσφέρονται προς πώληση στην χρηματαγορά, στην  οποία οι συναλλαγές χρηματοδοτούνται αφειδώς από τις κεντρικές τράπεζες.    
Στα χρηματιστήρια γίνονται συναλλαγές με μετοχές επιχειρήσεων. Οι ίδιες μετοχές ομαδοποιούνται κατά κατηγορία, είδος και κατά κατηγορίες κατηγοριών και ειδών, τιτλοποιούνται και προσφέρονται προς πώληση στην χρηματαγορά. Δηλαδή οι ίδιες μετοχές τιτλοποιούμενες, γίνονται αντικείμενο πολλαπλών συναλλαγών.  Των τιτλοποιήσεων ΟΥΚ ΕΣΤΙ ΤΕΛΟΣ, και το μέγεθος των συναλλαγών σε τίτλους, ξεπερνά κάθε ανθρώπινη φαντασία, και είναι πολλαπλά μεγαλύτερο από το παγκόσμιο εισόδημα.
Το χρηματικό θαύμα οφείλεται στην επιστημονική εφευρετικότητα   των προθεσμιακών συναλλαγών. Αγοραπωλησίες με προθεσμιακή παράδοση/παραλαβή τίτλων ταυτόχρονα, σε τρέχουσες και προθεσμιακές τιμές. Κατά την λήξη της προθεσμίας, οι αγορές τίτλων καλύπτουν τις πωλήσεις, δεν υπάρχει δηλαδή παραλαβή/παράδοση τίτλων. Οι παίκτες εισπράττουν ή πληρώνουν  την διαφορά μεταξύ τρέχουσας και προθεσμιακής τιμής.  Στο παιγνίδι η συμμετοχή είναι ελεύθερη, αρκεί ο παίκτης να έχει στην κατοχή του τίτλους ή μετρητά ή τραπεζική υποσχετική,  με τα οποία να εγγυάται την ολοκλήρωση της αγοραπωλησίας των τίτλων που ποτέ και εξ’ ορισμού δεν υπάρχει.   Είναι δηλαδή ένα παιγνίδι για γερά πορτοφόλια, που παίζεται χωρίς πορτοφόλια και που χρηματοδοτείται με πακτωλούς δανείων , από τις κεντρικές τράπεζες.
 Υπάρχουν όμως και τα κέρδη των διακινητών, που έναντι τεράστιων αποδοχών, εκπληρώνουν με επιστημονικό τρόπο τις θελήσεις των αφεντικών.  Δεκάδες οι πανεπιστημιακές έδρες στις οποίες διδάσκεται ο επιστημονικός κανιβαλισμός, δηλαδή η ληστεία των πολλών από τους λίγους. Δεκάδες οι οίκοι και οι θαμώνες τους, που έναντι παχύτατων αμοιβών και κερδών εκπληρώνουν τις συναλλαγές για λογαριασμό αφεντικών που δεν γνωρίζουν την ταυτότητα τους.
Είναι σαφές ότι το ανήθικο χρήμα, το χρήμα του χρήματος, το οποίο προ αιώνων δαιμονοποίησε ο φιλόσοφος, κυριαρχεί σήμερα στην πολιτική και κοινωνική ζωή των ανθρώπων και αποτελεί  ΤΗΝ ΜΕΓΙΣΤΗ ΠΑΝΤΩΝ, απειλή για την ανθρωπότητα.
 Η Ελληνική φιλοσοφία δίδαξε την αρετή και τον ηθικό βίο των ανθρώπων ως προϋπόθεση μορφοποίησης, σχηματικά και πνευματικά των ψυχών, τις οποίες ως πνευματικά όντα, τις θεωρούσαν άναρχες και ατελεύτητες. Έγκαιρα διέκριναν την διαφορά μεταξύ ουσίας και ενέργειας, μεταξύ προσώπου και των πράξεων του προσώπου, που δυνητικά μπορεί να είναι και καλές, και αγαθές και ηθικές και κατά φύση, και ενάρετες, αλλά και που μπορεί να είναι  και κακές και ανήθικες καιν πονηρές, και παρά φύση.
Με το μέτρο της μεσότητας δίδαξαν ότι η υπερβολή του φτωχού, κακία και μοχθηρία και κοινωνική, πολιτική και οικονομική αστάθεια απεργάζεται. Και η υπερβολή του πλούτου, τυραννία και φόνο απεργάζεται. 
Με τον νομοθετικό περιορισμό του ιδιωτικού πλούτου, και την δαιμονοποίηση  του χρήματος ως μέσου πλουτισμού , δίδαξαν ότι τα ανθρώπινα πάθη υπερισχύουν της παιδείας, και ότι είναι απαραίτητος ο νομικός καταναγκασμός για την υπόταξη τους, προς το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου, για την προστασία του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος.
Άρα ο Αριστοτέλης, ασχολήθηκε με την πραγματική οικονομία και  αποτελεί τον πρώτο κλασικό οικονομολόγο της ιστορίας, που με την ενόραση κάλυψε ότι σήμερα θεωρείται αναλυτική προσέγγιση. Γνώριζε όμως ότι το κακό συνυπάρχει με το καλό και έγινε ο πρώτος αδιαπραγμάτευτος κατήγορος του κακού που εκφράζεται με την συσσώρευση παρασιτικού πλούτου σε χρήμα. Αποτελεί όμως και τον πρώτο κατήγορο της ανήθικης ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης, που επιδιώκει την παγκόσμια επικράτηση της, με την απειλή της λιμοκτονίας των ανθρώπων.
Συμπερασματικά, βάσιμος είναι ο ισχυρισμός ότι, αν θέλει ο κόσμος μας να επιζήσει, ΓΡΗΓΟΡΑ ΣΤΡΟΦΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΙΔΕΩΔΗ, ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΟΠΩΣ ΤΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΚΕ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΙΔΑΞΕ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ .